- ρεπαρτιμιέντο
- το, Νσύστημα μέσω τού οποίου το ισπανικό Στέμμα επέτρεπε σε αποίκους τής ισπανικής Αμερικής να στρατολογούν με τη βία Ινδιάνους εργάτες, αλλ. μίτα ή κουατεκίλ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. repartimiento «διαμερισμός, διανομή»].
Dictionary of Greek. 2013.